is touching yourself worth an eternity in hell?

Κυριακή 22 Μαΐου 2011

The M Theory

Dεν έφταιγε το φεγγάρι για όλα όσα έγιναν χτες. Εκείνο κρεμόταν ήσυχο απ'το αυτί του ουρανού, μέχρι που το λέρωσε ο ήλιος στη δεξιά πλευρά, και τότε άρχισε να στάζει πάνω στη θάλασσα. Κι έμοιαζε τόσο τρομακτικά με τον πλανήτη μου, που σχεδόν μπορούσα ν'ακούσω τ'ασημένια δέντρα να σκίζουν την ηλιόβαμμένη επιφάνειά του με τις μεταλλικές τους ρίζες και τ'αλουμινοχάρτινα φύλλα τους να κλαίνε σαν αδέξια μεταλλόφωνα - θέλω να πω, το φεγγάρι με κάλεσε χτες, κι εγώ σηκώθηκα κι άρχισα να περπατάω προς το μέρος του. Κανείς δεν με σταμάτησε, κανείς δεν ρώτησε που πάω, κι έτσι ανένοχα μπήκε ένα σύμπαν ανάμεσα σε μένα και τους ανθρώπους, ανάμεσα σε μένα και τη φωτιά τους, κι ήταν ένα σύμπαν αυτάρκες κι ολιγαρκές που δεν έπιανε χώρο μέσα μου, γιατί καθώς μεγάλωνε έχτιζε διαστάσεις να τις κατοικήσει, κι ήταν παραπάνω από έντεκα κι οι περισσότερες ήταν χρονικές και όχι χωρικές, κι έκανε ψύχρα αλλά εγώ για κάποιο μυστήριο λόγο δεν κούμπωνα τη ζακέτα μου. Τότε ήρθε εκείνος ο σκύλος δίπλα μου, εκείνος ο σκύλος που το είχε σκάσει απ'το αφεντικό του στη μέση της βραδυνής τους βόλτας γιατί τον κάλεσε κι αυτόν το φεγγάρι. Δεν έτρεξε προς το μέρος μου ζητιανεύοντας χάδια και πως τον θαύμασα γι'αυτό, απλά με πλησίασε μ'ένα αργόσχολο νάζι στην ουρά και στάθηκε δίπλα μου, και φυσικά γνωριζόμασταν απο πάντα. Κι έτσι περπατήσαμε μαζί, σαν δυο παλιοί φίλοι που δεν έχουν τίποτα καινούριο πια να συζητήσουν, μέχρι που φτάσαμε ως τα βράχια κι η θάλασσα μας έκλεισε το δρόμο για το φεγγάρι και ξέραμε πως ως εδώ ήταν, ως εδώ μόνο φτάνουμε κι όχι παραπέρα, και για πρώτη φορά ήταν ανακούφιση τα σύνορά της κι όχι φυλακή. Και παρόλο που είχα τόσο απομακρυνθεί απ'τους ανθρώπους κι απ'τη φωτιά τους, ήξερα δυνατά και καθαρά πως η θέση μου πια ήταν δίπλα τους μα όχι μαζί τους, κι ήμουν αγνή και σωστή χωρίς ανθρώπινα αισθήματα, όπως με ήθελε το φεγγάρι. Έσκυψα στο αυτί του φίλου μου, πήγαινε να βρεις τον Αφέντη σου, του ψιθύρισα, του χάιδεψα τον λαιμό και τον φίλησα ανάμεσα στα μάτια, κι όταν αυτός με κοίταξε με παράπονο, του ψιθύρισα και τ'όνομά του με μια μικρή ντροπή, κι ήξερε τότε πως κι εγώ τον αναγνώρισα και πως ήμασταν δεμένοι κι ας μην είχαμε συναντηθεί ποτέ πριν, γιατί είχαμε τον ίδιο Αφέντη κι αυτός ήσουν εσύ και όχι το φεγγάρι, κι έτρεξε τελικά μακριά μου το ίδιο αργόσχολα όπως είχε έρθει. Ξεκίνησα να επιστρέφω πίσω στη φωτιά και στους ανθρώπους με το καινούριο μου σύμπαν κρεμασμένο απ'το λαιμό μου, κι όταν άκουσα τους έλικες των διασωστικών ελικοπτέρων στον ουρανό, αποφάσισα πως δεν ήθελα να με δουν, δεν ήθελα να με βρουν ποτέ. Κι όσο πλησίαζα και πάλι τους ανθρώπους και τη φωτιά τους, τόσο πιο δυνατά άκουγα να τραγουδάνε

start wearing purple, wearing purple, start wearing purple for me now

Τετάρτη 18 Μαΐου 2011

Πίσω στoν Γκαλιφρευ όλoι έχoυν πεθάνει


Θυμάσαι τότε που μ’άγγιζες κι όργωνες το μάγουλό μου και φύτρωναν χαμόγελα κι αγκάθια πλεγμένα κι όταν έλεγα τ’όνομά σου κρεμόμουν απ’το τελικό του σίγμα και τραμπάλιζα πάνω απ’την άβυσσο που κρυβόταν στο λαιμό σου κι η μια απ’τις δυο καρδιές μου έσπαγε πάνω στη φωνή σου κι η άλλη χτυπούσε στις ίδιες συντεταγμένες με τα δάχτυλά σου όταν ακούγαμε μαζί μουσική και τώρα όταν ακούμε μαζί μουσική φοράς κάποιου άλλου το πρόσωπο και για σένα ένα άγγιγμα είναι απλά ένα άγγιγμα και κανένα απ’τα πάθη σου δεν μου μοιάζει κι είναι κρίμα γιατί αν με ήθελες λίγο θα σε ήθελα πολύ.

τους έβλεπα που βομβάρδιζαν τον πλανήτη μου και νόμιζα πως ήταν πυροτεχνήματα

Σάββατο 14 Μαΐου 2011

T Minus

Αγαπητέ Άγιε Βασίλη
φέτος το Πάσχα, το μόνο που θέλω για τη γιορτή μου, είναι να με σηκώσει να χορέψουμε το πιο ωραίο αγόρι της τάξης.

υ.γ. μην τους αφήσεις να μου βάλουνε τόσα πολλά κεράκια στην τούρτα.

Τετάρτη 11 Μαΐου 2011

The Subaudible

ξεφορτώθηκα την ουτοπία μου σήμερα κατα τ'άλλα ήταν μια συνηθισμένη μέρα, απλά ήθελα να σου τραβήξω την προσοχή το έκανα με τον μόνο αποτελεσματικό τρόπο, μ'ένα ξυράφι μέσα σε καυτό νερό ένα κοριτσάκι που μου μοιάζει μυστηριωδώς ήταν παγιδευμένο εκεί μέσα, δεν είχα άλλη επιλογή και πάνω που στόμωνε το ξυράφι άκουσα τη Φρίντα να κλαίει που έχασε τον Τζόνι της,  ήταν λάθος της ν'αφήσει το μονοπάτι για να κατουρήσει και τώρα το κοριτσάκι κρύωνε τα βράδια και βαθιά μέσα της ήξερε πως θα'πρεπε να είχες καταλάβει πια πως κάθε φορά που γράφω για σένα δεν είσαι παρά ένα κολάζ των περαστικών της ζωής μου ο λύκος, ο λύκος που κρύβεται πίσω απ'τις σκιές κάθε χαμένου μονοπατιού την παρακολουθούσε καθώς κοιμόταν πάνω στις κρύες πέτρες πως γίνεται να με φοβίζουν δυό αριθμοί ο ένας δίπλα στον άλλον, εμένα που'χω πάψει να μιλιέμαι με τον χρόνο ο μπαμπάς της είχε πει κάποτε πως ο θεός είναι σαν τους ήχους που απομωνώνει καθημερινά το αυτί μας και την έβαλε να προσευχηθεί στο λέβητα του καλοριφέρ και στις μεταμεσονύκτιες λεωφόρους μη μ'αφήνεις τώρα που φοβάμαι γιατί κάθε φορά που τελειώνουμε ξαναρχίζει η αναζήτησή μου για σένα ¨¨¨¨¨όταν μεγαλώσω θα σε παντρευτώ¨¨¨¨ψιθύριζε το κοριτσάκι στον λύκο πριν κλείσει τα μάτια της μα η ουτοπία μου είναι σαν τις μουνότριχες, πάντα ξαναφυτρώνει περίμενε, μη φεύγεις, ξέχασα το διαστημόπλοιό μου στη χούφτα σου δε μεγάλωσα ποτέ έλα και νίκησέ με

inspired by stephen king's "the girl who loved tom gordon"


Δευτέρα 2 Μαΐου 2011

Origin of love

When the earth was still flat and the clouds made of fire,
And mountains stretched up to the sky, sometimes higher
Folks roamed the earth like big rolling kegs,
they had two sets of arms, they had two sets of legs,
they had two faces peering out of one giant head
so they could watch all around them as they talked, while they read
and they never knew nothing of love
It was before the origin of love

Now, there were three sexes then, one that looked like two men
glued up back to back, called the children of the sun.
And similar in shape and girth were the children of the earth,
they looked like two girls rolled up in one
But the children of the moon
were like a fork shoved on a spoon
They were part sun, part earth, part daughter, part son

Then the gods grew quite scare of our strength and defiance
and Thor said, "I'm gonna kill them all with my hammer, like I killed the giants."
And Zeus said, "No, you better let me use my lightening, like scissors,
like I cut the legs off the whales and dinosaurs into lizards."
Then he grabbed up some bolts and he let out a laugh,
said, "I'll split them right down the middle, gonna cut them right up in half."
And then storm clouds gathered above into great balls of fire...

And then fire shot down from the sky in bolts
Like shining blades of a knife
and it ripped right through the flesh
of the children of the sun and the moon and the earth
and some Indian god sewed the wound up into a hole,
pulled it round to our belly to remind us of the price we pay
and Osiris and the gods of the Nile, gathered up a big storm
to blow a hurricane, to scatter us away,
in a flood of wind and rain and a sea of tidal waves,
to wash us all away, and if we don't behave
they'll cut us down again
and we'll be hopping round on one foot, looking through one eye

Last time I saw you, we had just split in two
You were looking at me, I was looking at you
You had a way so familiar, but I could not recognize,
cause you had blood on your face, I had blood in my eyes
But I could swear by your expression, that the pain down in your soul
was the same as the one down in mine

That's the pain, cuts a straight line down through the heart
We called it love...

So we wrapped our arms around each other,
Trying to shove ourselves back together,
We were making love

It was a cold dark evening such a long time ago,
when by the mighty hand of Jove
It was a sad story of how we became lonely two-legged creatures,
It's the story of the origin of love