is touching yourself worth an eternity in hell?

Τετάρτη 30 Ιουνίου 2010

Password

Log in to sleep

(Never give out your password)

Edit selected images

Uploading dream

Connect accounts

..........

This dream is trying to access the internet

Allow or Deny?

Deny

Deny

Deny

DENY

...........

Remove and delete dream and data

Are you sure? Yes? No?

Yes? No?

Mark as spam

Your system has crashed from a serious error

Restart later.






------------------Don't dream it's over.... Or Don't dream, it's over
To comma or not to comma?
----------------------------



Κυριακή 20 Ιουνίου 2010

Valuska

Eίναι κάτι μουσικές, που αναβοσβήνουν τακτικά σαν τα βλέφαρα σε παρέλαση πάνω σε ρυθμό κανονισμένο εμβατηριακό και κανουνε τα μάτια σου ν'ανοιγοκλείνουν σαν στόματα κι όχι σαν μάτια, σαν λαιμαργες τρύπες που έχουν καιρό να καταβροχθίσουν βία και τους λείπουν οι βελόνες κι οι κλωστές, και λευκές σαν τα καλοκαιρινά ποτά σου θυμίζουν κάπως αυτο το μούδιασμα που νιώθεις όταν έχεις σταυρώσει τα πόδια σου για πολύ ώρα.

Κι είναι και κάτι μουσικές ήσυχες που δίπλα σου περνάνε και δεν σημαίνουν τίποτα σαν τα χαλίκια στην άσφαλτο, μέχρι να τις κυνηγήσουν οι μύτες των παπουτσιών σου και τα τακούνια σου να κάνουν τοκ-τοκ στο ρυθμό τους και να παραπατήσεις λίγο δεξιά, να σκοντάψεις πάνω στις μαδημένες μαργαρίτες που κάποτε αποπειράθηκαν να επιβεβαιώσουν τις ανασφάλειες νεοσύλλεκτων εραστών και να κάνει η σκιά σου κύκλους γύρω σου καθώς φλερτάρεις με τα κίτρινα φώτα, κι ύστερα να παλεύεις μια ζωή να τις αποδεσμεύσεις να μη σου θυμίζουν τίποτα μην πέσεις και γδαρθείς στο γόνατο.

Αλλά είναι και κάτι μουσικές, που τις περιμένεις να'ρθουν, τις περιμένεις μια ζωή, να τις ακούσεις και να σ’αγγίξουν απ’την πρώτη στιγμή, όπως η άσφαλτος στα γυμνά σου πόδια δροσερή σαν φρεσκοπλυμμένο εσώρουχο, σκληρή σαν ατσαλένιο βελούδο, βρώμικη σαν ενοχή, και ξέρεις ότι τις έχεις ξανακούσει πριν γραφτούν και σε περίμεναν να σου φιλήσουν τα πόδια να γλιστρήσεις πάνω τους να τις χαϊδέψεις με το μεγάλο δάχτυλο να τις φυλάξεις πολύτιμες σαν σουβενίρ από το υπερπέραν, κι όλο αναρωτιέσαι πως γίνεται, πως έζησες τόσα χρόνια χωρίς αυτές, πως είσαι εσύ έτσι εσύ όπως είσαι χωρίς να τις έχεις ακούσει.

Αντικαθιστούν με τη μελωδία τους όλα τα χρόνια που μεσολάβησαν μέχρι να τις ακούσεις, και που τα πέρασες νιώθωντας ότι κάτι λείπει από μέσα σου, προσπαθώντας να βρεις τρόπους να αναπληρώσεις την ύπαρξή τους στη ζωή σου, σ'αιφνιδιάζουν με όσα έχεις ξεχάσει και με όσα δεν έμαθες ποτέ, και τότε θυμάσαι, την ελευθερία των δευτερολέπτων που δεν λείπει τίποτα απ’τη ζωή σου, των στιγμών και των βουνών και των υγρών που απ'το σώμα σου κυλάνε σε αντίστροφη μέτρηση όπως τα λεπτά ενός τραγουδιού στην οθόνη του cd player.

Βρέχουν λέξεις λυπημένες και ζύγια ανόμοια και διπλοβελονιές και τοσοδούληδες ανεμιστήρες άκακους, και σαν μπεκρής μέσα σε μπακάλικο διαλέγεις να κρατήσεις ό,τι χρειάζεσαι και ό,τι σε γδέρνει όμορφα μέχρι να παραγινώσουν τα κρασιά που πεθαίνουν πάνω στο κλίμα και να'ρθει μια έκλειψη να σου δείξει πως να μη φοβάσαι το προσωρινό σκοτάδι. Ξέρεις, κάθε φορά που ερωτεύεσαι πέτρινους πρίγκηπες, απο τα ηχεία ενός μπαρ με ινδιάνικη διακόσμηση ακούγεται η φωνή ενός παιδιού που μ’ένα μουστάκι αρλεκίνου ζωγραφισμένο στο πάνω χείλος του υποδέχεται την Κιβωτό του Νώε καθώς παρκάρει στην αυλή του. Ξέρεις, κάθε φορά που ερωτεύεσαι ακούγεται η ίδια μουσική σε παραλλαγή, και κάθε φορά που δεν έχεις τίποτα να περιμένεις κατρακυλάει η ίδια ηλιακή καταιγίδα πάνω στο πιάνο, κάθε φορά πιο χλιαρά απ'την προηγούμενη, και δεν πειράζει που δεν είχες τίποτα να ψάξεις απόψε γιατί σε βρήκε μια μουσική.

Μια μουσική, σουπερ ήρωας με αλκοολούχα μπέρτα, λεπίδι διψασμένο να σκοτώσει τις καρδιές των παλατιών, κάμερα πάνω σε καρέκλα με ροδάκια, άγγελος με φερμουάρ στο στόμα, ξαμολυμένο κινηματογραφικό τέρας στους βάλτους που υπάρχουν μέσα σε κάθε ποιημα, γροθιά στερεοφωνική αναλογική κι ένας αυτοσχέδιος αυνανισμός με σκοπό την καταστροφή της ύλης, μια πράσινη μούχλα που ονομάζεται χρόνος, κάπου, κάπου κάποτε θα σε βρω και θα μ'αγαπήσεις.

Κάπου, κάποτε, να το ξέρεις, θα σε βρω και θα μ'αγαπήσεις.

Κυριακή 6 Ιουνίου 2010

Danko

Unset time. Unset place. Not necessarily a spot in history. The darkest time of humanity. The darkest season of earth. Nothing grows. Nothing evolves. Darkness covers almost all land. Unknown if there are any plants or animals 'cause they cannot be seen. And right in the middle of dark, a small place where humans live, or something that reminds of living. They live in fear, dream of fear, they give birth to fear. No hope in their aching hearts. No smile on their broken faces. And this goes on and on for years and years and years… And as they fear more and they lose hope, the dark comes closer and closer. They never touch it, never enter it, until they day that Danko is born. His parents do not differ from other members of the tribe, oh but Danko does. He Hopes. And Fears. But still Hopes. And he grows up. And the little boy becomes a man. And he gets sick of fear. He gets bored of not exploring. Not the dark but his heart. His Burning Heart. And day after day frightened people listen to a man called Danko forcing them to move. Everyone thinks it’s madness. But Danko is very serious. He never seems to fear, never seems to regret. And some day more and more live off his hope. And begin to move. They take sticks on fire and they have Danko ahead. Everyone is moving now. Moving into the dark. Danko is always ahead, shouting to go on. And now the dark gets deeper. It’s aching to move now. Feet heavy. Hearts beating fast. But not Danko’s. Sometimes he turns back to them and they see his face, listen to his words. Probably they fear Danko more than they fear dark. And they go on and on. Light spreads in the heart of black fog. But dark now plays its dirtiest tricks and hearts begin to freeze. And more and more are screaming to go back. Things get out of control. No order in the moving tribe now. They start to blame him. But Danko will not step back, even now… He rips off his own heart from his wonderful chest. Bleeding, he holds it up and everyone sees the most hopeful light they had ever seen. Danko’s Burning Heart gives them hope. And they go on really fast. No one screams now. Danko is bleeding. The world starts to fade away. He looks to his heart and still feels close to it. His pace is steady. His heart is burning, leading the way. And after a while Dark begins to scatter and dawn comes, a bright reddish Dawn, the first one in centuries. Everyone is cheering now. Everyone hopes. And they are so happy they cannot see a young man’s dead body lying among them, beside a Heart that’s still burning its last sparkles…